- ἀδούλευτος
- ἀδούλ-ευτος, ον,A one who has never been a slave, Is.Fr.138, Arr. Epict.2.10.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδούλευτος — one who has never been a slave masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδούλευτος — η, ο (Α ἀδούλευτος, ον) [δουλεύω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κατεργασία ή επεξεργασία ή καλλιέργεια 2. (για συσκευές, μηχανές κ.λπ.) αυτός που ακόμη δεν χρησιμοποιήθηκε, αμεταχείριστος 3. ανεκμετάλλευτος 4. (για τόκο, μισθό κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
αδούλευτος — η, ο 1. ανεπεξέργαστος, ακαλλιέργητος: Τα χωράφια όταν μείνουν αδούλευτα αγριεύουν. 2. αυτός που αποχτήθηκε χωρίς κόπο: Πήρε χρήματα αδούλευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδούλευτον — ἀδούλευτος one who has never been a slave masc/fem acc sg ἀδούλευτος one who has never been a slave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδουλεύτου — ἀδούλευτος one who has never been a slave masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek
άνεργος — η, ο (Α ἄνεργος, ον) [έργον] αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά αρχ. 1. απραγματοποίητος ανεκτέλεστος 2. ακατέργαστος, αδούλευτος 3. αδρανής, οκνηρός 4. φρ. «έργα άνεργα» ολέθρια έργα … Dictionary of Greek
αδιέργαστος — η, ο (Α ἀδιέργαστος, ον) [διεργάζομαι] αυτός που δεν τού έγινε ολοκληρωμένη επεξεργασία, αδούλευτος, ανεπεξέργαστος, ατελείωτος … Dictionary of Greek
ακάρπωτος — η, ο (Α ἀκάρπωτος, ον) αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μεστώσει «ακάρπωτα κουκιά» ΙΙ αρχ. 1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.) 2. ανώφελος, μάταιος «νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176) 3. ο… … Dictionary of Greek
ακατέργαστος — η, ο (Α ἀκατέργαστος, ον) [κατεργάζομαι] αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος 2. ο άξεστος στους τρόπους αρχ. ο ακαλλιέργητος «ἀκατέργαστος γῆ» 2. αχώνευτος … Dictionary of Greek
αμάλακτος — και χτος και γος, η, ο (AM αμάλακτος, ον) αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τόν κατεργαστεί, ο σκληρός νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές… … Dictionary of Greek